- ξυλοβιομηχανία
- ηβιομηχανία του ξύλου, κατασκευή αντικειμένου από ξύλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξυλοβιομηχανία — η βιομηχανία κατεργασίας τού ξύλου … Dictionary of Greek
Πομάκοι — Παλιά κοινή ονομασία των Βουλγάρων Μουσουλμάνων. Προσηλυτίστηκαν στον ισλαμισμό από τους Τούρκους κατακτητές στην περίοδο από το 16o έως το 18o αι. αλλά διατήρησαν τη μητρική γλώσσα και τα έθιμά τους. Ζουν στο ορεινό συγκρότημα της Ροδόπης και… … Dictionary of Greek